- μαντίαρχος
- μαντίαρχος, ὁ (Α)βλ. μαντιάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντιάρχης — και μαντίαρχος, ὁ (Α) (στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek